Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ τρίμηνος

См. также в других словарях:

  • τρίμηνος — of three months masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες, που αποτελείται από τρεις μήνες: Τρίμηνη άδεια. 2. αυτός που γίνεται στην τριμηνία: Τρίμηνη επιθεώρηση. 3. το ουδ. ως ουσ., τρίμηνο, το η τριμηνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίμηνον — τρίμηνος of three months masc/fem acc sg τρίμηνος of three months neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμήνοις — τρίμηνος of three months masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμήνου — τρίμηνος of three months masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμήνων — τρίμηνος of three months masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμήνῳ — τρίμηνος of three months masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμηνα — τρίμηνος of three months neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμηνοι — τρίμηνος of three months masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηνία — η, ΝΑ [τρίμηνος] χρονική περίοδος τριών μηνών νεοελλ. μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»